-
1 πορισμος
ὅ1) добывание, получение(τῶν ἐπιτηδείων Polyb.)
2) заработок, прибыль(πορισμοὴ δίκαιοι Plut.)
ὅ τρόπος τοῦ πορισμοῦ Plut. — способ наживать деньги3) приобретение(ἔστιν π. μέγας ἥ εὐσέβεια NT.)
1 πορισμος
(τῶν ἐπιτηδείων Polyb.)
(πορισμοὴ δίκαιοι Plut.)
(ἔστιν π. μέγας ἥ εὐσέβεια NT.)